καθρεφτάς

καθρεφτάς
ο
αυτός που κατασκευάζει ή πουλά καθρέφτες: Στη γειτονιά μου υπάρχει ένας καθρεφτάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθρεφτάς — ο [καθρέφτης] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει καθρέφτες …   Dictionary of Greek

  • καθρεφτάδικο — το [καθρεφτάς] κατάστημα στο οποίο κατασκευάζονται ή πουλιούνται καθρέφτες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”